μετάφραση και επιμέλεια: Γιώργος Καρτάκης
Η διαδρομή με το τρένο από το Παρίσι μέχρι το Εξ-αν-Προβάνς διαρκεί τρεις ώρες. Το Λουρμαρέν βρίσκεται στους πρόποδες του Λουμπερόν, σε απόσταση 40 χιλιομέτρων από το Εξ-αν-Προβάνς και 70 από την Αβινιόν. Την εποχή του Καμί, η διαδρομή διαρκούσε δυο μέρες. Στις 4 Ιανουαρίου 1960, ο Καμί είχε στην τσέπη του το εισιτήριο του τρένου, αλλά αποφάσισε την τελευταία στιγμή να επιστρέψει στο Παρίσι με τους καλόκεφους Γκαλιμάρ, και όχι με την καταθλιπτική σύζυγό του και τα δίδυμα. Ήταν 46 ετών. Ίσως να έσκασε ένα λάστιχο. Ίσως ο Μισέλ Γκαλιμάρ ν' αποκοιμήθηκε στο τιμόνι του Facel Vega μετά το πλούσιο μεσημεριανό γεύμα. Ούτως ή άλλως, ο Καμί είχε επιστρέψει και πάλι στο σπίτι του στο Λουρμαρέν 24 ώρες μετά την αναχώρησή του – αυτή τη φορά, νεκρός.
Φτάνοντας στο χωριό βλέπει κανείς αμέσως το σπίτι. Η μεγάλη πετρόκτιστη βεράντα, οι κολόνες και ο ψηλός φράχτης γίνονται αμέσως ορατά. Το σπίτι αυτό ήταν η εκπλήρωση ενός ονείρου: το άρωμα του χορταριού την ημέρα, το φως των αστεριών τα βράδια και τις νύχτες, που αυγαταίνουν την καρδιά. Ο Καμί έψαχνε πυρετωδώς τα τελευταία χρόνια της ζωής του για ένα τέτοιο σπίτι, το οποίο μακριά από την παρισινή «πανούκλα», το παρισινό «καρκίνωμα», θα τον βοηθούσε να συμφιλιωθεί και πάλι με τον εαυτό του. Μετά την ήττα που είχε υποστεί από τον Σαρτρ, ο οποίος είχε γελοιοποιήσει το σπουδαίο αντιολοκληρωτικό του δοκίμιο «Ο εξεγερμένος άνθρωπος», ήθελε να ξεκινήσει μια νέα απλή ζωή, μια ζωή που θα ήταν τόσο παλιά όπως το «Ψωμί και κρασί», όπως «Το μυστικό της φύσης», «Ο ήλιος του Νότου» και «Το φως της αλήθειας».
Ο Καμί συγγράφει το τελευταίο του αυτό μυθιστόρημα λες και είναι ένας νομάδας, που χωρίς να επιδιώκει να δαμάσει αυτό που περιγράφει, θέλει να καταδυθεί ξανά στην ήρεμη και χωρίς γεγονότα εποχή της παιδικής του ηλικίας στην Αλγερία.
Αυτή η αντίληψη ήταν τόσο απαρχαιωμένη, όπως ακριβώς ακούγεται. Ο ίδιος ο Καμί, τελικά, θεωρούσε τον εαυτό του ντεμοντέ άνθρωπο, που μπορεί μεν να κατέληξε εξαιτίας μιας μοίρας στον κόσμο των οροφοδιαμερισμάτων και των γραφείων, ακολουθούσε όμως μια παλιά στάση ζωής, σύμφωνα με την οποία το θάρρος, η ομορφιά, το πνεύμα, η τιμή, η αγάπη και η σκέψη είναι αδιαχώριστα μεταξύ τους ή διαφορετικά χάνονται. Οι θαμώνες του παρισινού Café de Flore ανακάτευαν μέσα σε συναισθήματα ντροπής και συγκίνησης τον καφέ τους, όταν τον άκουγαν να μιλά γι' αυτά τα θέματα.
Στο Λουρμαρέν με υποδέχεται ένα κοπάδι γαϊδούρια, που βόσκει στο λιβάδι κάτω από το κάστρο ανάμεσα στις ασημόφυλλες ελιές. Στα χωράφια γέρνουν στο φύσημα του ανέμου κόκκινες ανεμώνες και αχνογάλανοι κρίνοι. Το φως είναι τόσο διαυγές, λες και στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα πια ημιτελές, τίποτα που να μην έχει ειπωθεί. Το βράδυ, ο μαΐστρος ουρλιάζει ροβολώντας τις πλαγιές του Λουμπερόν, καλύπτοντας τους ήχους από τη συναυλία των γρύλων και των βατράχων. Στον αέρα αιωρείται το άρωμα άγριων λουλουδιών, θυμαριού και λεβάντας. Όταν ο Καμί ήρθε πρώτη φορά στο Λουρμαρέν, εντυπωσιάστηκε βαθιά από αυτή τη «γιγάντια σιωπή» και την «καταπληκτική ομορφιά» του τοπίου, η οποία παραμένει αναλλοίωτη μέχρι σήμερα. Χωρίς να διστάσει, αγόρασε το σπίτι λίγο πριν από τον θάνατό του και το επίπλωσε με σκούρα ισπανικά έπιπλα. Έφερε ακόμα κι ένα γαϊδούρι από την Αλγερία. Ύστερα, καθιστός στο πάτωμα της μεγάλης βεράντας έγραφε βιαστικά το τελευταίο βιβλίο του, Ο πρώτος άνθρωπος. Κορεσμένος ήδη από την τολμηρή, παγερή μονοτονία του Ξένου και της Πανούκλας, δεν ήθελε να την επαναλάβει. Στο τέλος επιθυμούσε να διηγηθεί απλά και ξεκάθαρα πώς έζησε η μητέρα του, με τον αφηγηματικό τρόπο των μεγάλων κλασικών. Παθιασμένος από την ιδέα ότι η ζωή είναι μια μακροχρόνια πορεία, επιδίωκε να επιστρέψει στις απαρχές της και να ξαναβρεί τις «δυο ή τρεις απλές και σημαντικές εικόνες, που είχε κλείσει στην καρδιά του την πρώτη φορά». Σ' αυτό το βιβλίο όφειλαν να αρμολογηθούν, να συνευρεθούν όλα, θαρρείς από μόνα τους: η άμμος της ερήμου, το φως της παιδικής του ηλικίας και η ποίηση της απλότητας. Σύντομα όμως τα ανοικτά φύλλα του χειρόγραφου κείτονταν διάσπαρτα μέσα στη λάσπη στο σημείο του δυστυχήματος. Ο Καμί πέθανε –λες και το θέλησε ο ίδιος ο δικός του παράλογος Θεός– εκείνη ακριβώς τη στιγμή που όφειλαν να ξεκινήσουν εκ νέου η ζωή και το έργο του. Ό,τι απέμεινε είναι ένα μεγαλειώδες ημιτελές έργο, που έγινε μεγάλη επιτυχία όταν κυκλοφόρησε το 1994.
Το βιβλίο είναι μια υποθετική αυτοβιογραφία, που αναφέρεται με ευθύ και ακόσμητο τρόπο σε μια επίσης στερημένη ζωή, στην οποία –λες κι επρόκειτο για μια ζωή στην έρημο ή αυτή που ξεκίνησε την πρώτη ημέρα της δημιουργίας– τίποτα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Καμί συγγράφει το τελευταίο του αυτό μυθιστόρημα λες και είναι ένας νομάδας, που χωρίς να επιδιώκει να δαμάσει αυτό που περιγράφει, θέλει να καταδυθεί ξανά στην ήρεμη και χωρίς γεγονότα εποχή της παιδικής του ηλικίας στην Αλγερία. Θυμάται τη μητέρα του να κοιτάζει τα βράδια στον δρόμο σπρώχνοντας την καρέκλα κοντά στο παράθυρο, τον βουβό θείο που δούλευε σε ένα βαρελάδικο, τις σκονισμένες συκιές μπροστά στο σπίτι, τον ήλιο, τη θάλασσα και τα φλογισμένα τοπία, που ο άνθρωπος δεν είχε ακόμα καταφέρει να υποτάξει, παραμένοντας ταυτόχρονα κοντά στα πράγματα και τους ανθρώπους χωρίς να τον ενδιαφέρουν τα μεγάλα μυθιστορήματα μιας εποχής, που μετέβαλλαν τον άνθρωπο σε έναν ασήμαντο μικρό τροχό στο μηχανοστάσιο της Ιστορίας. Η διάσημη φράση του, μέσω της οποίας πρόβαλλε αντίσταση στις υπέρμετρες απαιτήσεις της Ιστορίας προς τη ζωή, προερχόταν από αυτό το ηλιοκαμένο, άλαλο σύμπαν της παιδικής του ηλικίας, όπου είχε επιστρέψει στο τέλος της ζωής του γράφοντας: «Αυτός που με δίδαξε πως η Ιστορία δεν είναι τα πάντα, είναι ο ήλιος».
Ο Καμί προερχόταν από έναν κόσμο στο περιθώριο της Ιστορίας. Περιέγραψε πολλές φορές την Αλγερία ως μια «χώρα χωρίς Ιστορία» και «χωρίς ποίηση», ξεχνώντας παράλληλα ότι η Ιστορία των γηγενών Αλγερινών δεν δημιουργήθηκε μόνο από τον καυτό ήλιο, αλλά και μέσω της εκατοντάχρονης κατοχής της χώρας από τους Γάλλους. Ως νεαρός ρεπόρτερ στην εφημερίδα Alger Républicain συνέγραψε συναρπαστικά άρθρα για την εξαθλίωση των Βερβερίνων, ωστόσο στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του οι Άραβες δεν έχουν όνομα και πρόσωπο. Δολοφονούνται, συλλαμβάνονται ή στέκουν συγκεντρωμένοι σαν μια γροθιά, απειλητικοί, στους δρόμους – κι αυτό γιατί ο Καμί δεν μπορούσε να διανοηθεί την ύπαρξη της Αλγερίας χωρίς τους Γάλλους.
Το ξέσπασμα του πολέμου στην Αλγερία υπήρξε η χειρότερη πολιτική καταστροφή στη ζωή του. Ο Καμί αγωνίστηκε υπέρ μιας αραβογαλλικής συνομοσπονδίας, υπέρ μιας πολυεθνικής Ευρώπης, η οποία δεν θα γινόταν μέρα με τη μέρα πιο θλιβερή και πιο άσχημη, στην οποία «δεν θα ήταν κανείς πια σε θέση να εξαλείψει ή να αναβάλει τη χαρά από τον κόσμο». Ο Καμί υποστήριζε αυτή τη ζεστή μεσογειακή σκέψη –ένα είδος αντίδοτου ενάντια στις ιδεολογίες ανάπτυξης και την ευρωπαϊκή υπερβολή–, αυτή τη φωτεινή σκέψη που έχει τις ρίζες της στη μεσογειακή ουτοπία των διανοουμένων της περιοχής, που όφειλε να προσδώσει και πάλι στη γηραιά και κουρασμένη από τους πολέμους ήπειρο τη φυσική ομορφιά, τη μετριοφροσύνη και την αδελφοσύνη – ιδιότητες που, σύμφωνα με τον Καμί, ευδοκιμούν μόνο στον μεσογειακό χώρο. Η Μεσόγειος, στις ακτές της οποίας γεννήθηκε αυτή η ουτοπία για την ευτυχία της απλότητας, όφειλε να γίνει το πρότυπο όλης της Ευρώπης.
Η πτώση του Αλμπέρ Καμί με αφιέρωση και υπογραφή του ίδιου.
Η Κατρίν Καμί κατοικεί στην οδό Αλμπέρ Καμί πίσω από μια μεγάλη ξύλινη πύλη. Το ραντεβού κανονίστηκε τηλεφωνικά με τον γραμματέα της. Δεν διαθέτει διαδικτυακή σύνδεση, φορά τζιν και αθλητικά παπούτσια και με υποδέχεται στο γραφείο του πατέρα της με την εκπληκτική θέα στο Λουμπερόν. Μόλις η συζήτηση έρχεται στον αδελφό της, γλιστρά πάνω στις ρόδες της πολυθρόνας του γραφείου της μέχρι την τελευταία γωνία του δωματίου και φορά ένα χοντρό μπουφάν. Μου λέει ότι θα προτιμούσε να μη μιλήσει για τον Ζαν. Και συμπληρώνει: «Η ζωή είναι περίπλοκη. Καθένας ψάχνει τον δικό του δρόμο μέσα στη ζούγκλα».
Η Κατρίν μεγάλωσε τρία παιδιά, εργάστηκε, όπως και ο αδελφός της, στον δικαστικό κλάδο και ζει από το 1992 στο μεγάλο σπίτι στο Λουρμαρέν: «Ένα δώρο που μας άφησε ο μπαμπάς». Είναι, όπως λέει, ευγνώμων για ό,τι έχει και δεν επιθυμεί τίποτε άλλο. Το γραφείο του πατέρα της μοιάζει σαν μια επιχείρηση που διαχειρίζεται με μεγάλη επιμέλεια τη λογοτεχνική του κληρονομιά. Η Κατρίν χορηγεί δικαιώματα έκδοσης, επιτρέπει ή απαγορεύει την πρόσβαση στα χειρόγραφά του, επιβλέπει τις εκθέσεις που διοργανώνονται προς τιμήν του. Τον θυμάται σαν ένα ζωηρό άνθρωπο, που θεωρούσε εύκολη τη ζωή.
Κανείς δεν είχε πει στα παιδιά ότι ο πατέρας τους σκοτώθηκε, μου εκμυστηρεύεται. Γι' αυτό και δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν στην κηδεία. Στην οικογένεια, λέει, δεν γινόταν κουβέντα για τέτοιου είδους προσωπικά θέματα, όπως ο θάνατος ενός πατέρα. «Γενικά στην οικογένεια Καμί δεν μιλούσαν πολύ. [...] Οι προσωπικές συζητήσεις δεν είναι τίποτ' άλλο παρά ψυχανάλυση», λέει, εννοώντας προφανώς πως η ψυχανάλυση είναι μια λέξη συνώνυμη της ανοησίας. Δεν έχει καν διαβάσει την αλληλογραφία των γονιών της κι ας έχει τα γράμματα ακόμα στο σπίτι. Έχει μετανιώσει που έδειξε στον βιογράφο Εmmanuel Todd μερικά γράμματα από την αρχή της γνωριμίας των γονιών της. Δεν θέλει να πει σε κανέναν πού βρίσκεται η αλληλογραφία του πατέρα της με την ερωμένη του, Μαρία Σεζαρέ. Η Κατρίν δεν θέλει να εκφράσει καμιά γνώμη για τον πατέρα της, πόσο μάλλον για την ερωτική του ζωή. Κι επαναλαμβάνει: «Η ζωή είναι περίπλοκη. [...] Δεν αφορά κανέναν ποιον ερωτεύονται ενήλικοι άνθρωποι». Τους γονείς της, είναι σίγουρη, τους συνέδεε μια βαθιά φιλία. Κατόπιν, λέει μια από τις θαυμάσιες, σκληρές φράσεις του Καμί: «Είμαστε οι άγριοι της Αφρικής». Τα μέλη της οικογένειας Καμί θεωρούν ακόμα τους εαυτούς τους σαν μια χούφτα άγριων Αφρικανών, που αναγκάστηκαν να περιπλανηθούν ως τη Γαλλία και τις ρηχές περιοχές της ψυχής του πολιτισμού, χωρίς να ανήκουν ή να καταλαβαίνουν τη γλώσσα των συναισθημάτων της Ευρώπης. «Τώρα όμως θα πρέπει να ταΐσω τα σκυλιά μου», λέει, σηματοδοτώντας πως η συζήτησή μας έπρεπε να τελειώσει.
Ο τάφος του Αλμπέρ Καμί στο κοιμητήριο του χωριού.
Η πανσέληνος βυθίζει το κοιμητήριο του Λουρμαρέν τη νύχτα μετά την επίσκεψή μου στη δραστήρια κόρη του Καμί σε ένα κρύο, τρομακτικό φως. Θα ήθελα να σταθώ πλάι στο σκεπασμένο με λεβάντα και πικροδάφνες μνήμα του στο τέλος αυτού του ταξιδιού και να τον ρωτήσω τι απέγιναν, για παράδειγμα, οι δέκα πιο αγαπημένες του λέξεις: κόσμος, πόνος, γη, μητέρα, άνθρωποι, έρημος, τιμή, αθλιότητα, καλοκαίρι, θάλασσα. Θα ήθελα να τον ρωτήσω τι απέγινε, αν έχει αλλάξει το μήνυμα που άφησε στους μεταγενέστερους: Ζήσε βαθιά, ζήσε τώρα, ζήσε κοιτάζοντας κατάματα τον θάνατο, γιατί η αλήθεια, η ηθική και η ζωή δεν βιώνονται μιαν άλλη, αόριστη στιγμή.
_____________
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Die Zeit, 7/11/2013.