..........................Επιμέλεια Σελίδας: Πάνος Αϊβαλής //λογοτεχνικό περιοδικό "Υφος".....Αλμπέρ Καμύ // (Albert Camus) [1913-1960]
Το φθινόπωρο είναι μια δεύτερη άνοιξη, όπου κάθε φύλλο είναι ένα λουλούδι. Albert Camus

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

«Μέρες στη θάλασσα, όλες τους όμοιες όπως η ευτυχία...» μονολογεί με μεσογειακό πάθος ο Αλμπέρ Καμί

     Συντροφιά με τον Αλμπέρ Καμί στο Αιγαίο   
Ένα ταξίδι στο ελληνικό καλοκαίρι, παρέα με ιδέες 
και αποσπάσματα από τα βιβλία του βραβευμένου συγγραφέα
O Αλμπέρ Καμί. Φωτογραφία: Condé Nast Archive/Corbis/Smartmagna.com


«Μέρες στη θάλασσα, όλες τους όμοιες όπως η ευτυχία...» μονολογεί με μεσογειακό πάθος ο Αλμπέρ Καμί, καθώς περιδιαβάζουμε συντροφιά αυτό το καλοκαίρι, που προβάλλει γυμνό και ολόφωτο πίσω από κάθε μεγάλο ή μικρό βράχο της μεγάλης θάλασσάς μας, της Μεσογείου. Από τον ψηλότερο βράχο, το Γιβραλτάρ, το δεύτερο θεόρατο μονόπετρο του Αιγαίου, τον Κάλαμο της Ανάφης, κι από την Πέτρα του Ρωμιού, στην ακτή της Αφροδίτης στην Κύπρο, ως το νησάκι Πιπέρι, τη Δήλο των ταξιδιών στις Κυκλάδες, «θάλασσα πλατιά, πάντα να οργώνεται και πάντα να παραμένει παρθένα, μαζί με τη νύχτα, θρησκεία μου...».
Μοιάζουν τόσο πολύ να συντονίζονται οι ατέρμονες αμμουδιές του Οράν, στην Αλγερία, με τη μικροσκοπική, πεπερασμένη μέσα στην αγκαλιά του βράχου, κρυφή παραλία Βότσαλα της Σχοινούσας, απέναντι από την Κέρο, τον παράδεισο των κυκλαδικών ειδωλίων, των αενάως μοντέρνων, που τέρπουν και μαθαίνουν την αφαίρεση των περιττών και την πρόσθεση των ουσιωδών, όσο απλών και μικρών κι αν είναι. Κι αυτά τα λευκά και γκρίζα βότσαλα, ίσως και μερικά καφέ και κίτρινα, στον έρημο κόρφο της Σχοινούσας, είναι ακόμη πιο αφηρημένα, αλλά και ακόμη πιο σαφή ως προς την αίσθηση και το υλικό, πρωτότυπα των κυκλαδικών ειδωλίων. «Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας».
Το καΐκι του καπετάν Πράσινου, σαν μικρός άγγελος των Μικρών Κυκλάδων, γυρίζει την πρύμνη του στα Βότσαλα και βάζει πλώρη για τα Γλαρονήσια και την Κέρο, με τελικό προορισμό το Πάνω Κουφονήσι. Σήμερα παίζουν τα βιολιά και μια παρέα παιδιών από τη Σχοινούσα πηγαίνει εκεί για να ξεφαντώσει. Θυμάστε τα βιολόσχημα κυκλαδικά ειδώλια; Θα σχηματιστούν ξανά στον νου σας αν κάνετε μια βόλτα στις αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου στο Κάστρο της Νάξου. Το σχήμα του βιολιού διαγράφεται λες στα χρωμοσώματα των νησιωτών και τους συνεγείρει και τους ξεσηκώνει. Ακου τον ικαριώτικο χορό. Σαν να κυματίζει το Ικάριο Πέλαγος. Στα εκατό και βάλε πανηγύρια που γίνονται ολοχρονίς στο νησί, οι άνθρωποι αγκαλιάζονται σφιχτά κα χορεύουν εκστασιασμένοι απέναντι στον ήλιο που ανατέλλει. Οπως το πανηγύρι του Αγίου Ισιδώρου, στις 14 Μαΐου, που ανοίγει τον μεγάλο κύκλο του καλοκαιριού. Το γλέντι τους είναι μια τελετουργία συνεργασίας και προσφοράς. Αιώνες απομονωμένοι και με μετρημένα εφόδια, έβαζαν στο κέντρο της κοινότητας το βρισκούμενο για να διασκεδάσουν και να χαρούν όλοι μαζί. Κατσικίσιο κρέας και κρασί. Αυτά μόνο. Α, και κέφι, και αρχοντιά, και διάθεση για ζωή. Ακόμη και τώρα, το πρώτο πιάτο του πανηγυριού, το «καλώς όρισες», είναι το βραστό κρέας και το ζουμί του. Το λένε πρόθεση και προσφέρεται ακόμη δωρεάν. Οπως και το σφιχταγκάλιασμα του ικαριώτικου χορού. Τη θάλασσα και την έρημο για να τις ζήσεις έχεις ανάγκη τη συνεργασία.
«Μεγάλωσα στη θάλασσα και η φτώχεια ήταν για μένα χλιδή. Υστερα έχασα τη θάλασσα και όλη η πολυτέλεια τότε μου φάνηκε γκριζωπή, η μιζέρια αβάσταχτη. Κι από τότε περιμένω. Περιμένω τα πλοία του γυρισμού, το σπίτι των νερών, τη διάφανη μέρα».
Ο Αλμπέρ Καμί απογειώνεται ξαπλωμένος στα μάρμαρα του Ναού της Αφαίας στην Αίγινα και αφουγκράζεται τις δονήσεις της ελληνικής γης, όπως και την απίστευτη δύναμή της που έρχεται από παλιά, από την παιδική ηλικία ετούτων των μελών του Ναού. Για αυτόν τον επαναστατημένο άνθρωπο η Ελλάδα είναι πατρίδα και θάλασσα. «Για εμάς τους Μεσογειακούς η Ελλάδα είναι μια πηγή. Θέλω να πω ότι η Μεσόγειος έχει κάτι, ένα συστατικό στοιχείο, που της επιτρέπει να ισορροπεί τα πάντα και να μας δίνει πάντα ένα μάθημα μέτρου». Και τρέχει να βουτήξει στην αγκαλιά της, για να κρατήσει για πάντα τη θέρμη των μαρμάρων. «Τα μάτια μου θάμπωσαν από τη φωτεινότητα του γαλάζιου, όταν κολυμπούσα στα ιερά νερά, που απλώνονταν μέχρι τον Ναό. Τώρα μονάχα μπορώ να πω ότι έχω ζήσει...».
Η αίσθηση της θάλασσας μοιάζει να πετάγεται απέναντι, στην Κολόνα της Κύθνου, συντροφιά με την αίσθηση του καλοκαιριού. Και μπαίνουν μαζί διαδοχικά στους δύο όρμους που μοιάζουν με ένα ζευγάρι νέων που κάθονται στην παραλία πλάτη με πλάτη και τους χωρίζει μόνο ένα εύπλαστο τείχος αμμουδιάς που υψώνουν τα κορμιά τους, καθώς αγωνίζονται να πλησιάσουν ακόμη πιο κοντά το ένα το άλλο. Στον συνταξιδιώτη μου θυμίζουν έρωτες παλιούς, έρωτες που έρχονται. Ανεβαίνουμε ψηλά στα βράχια και απορροφούν τη ματιά μας τα κάθε λογής σκάφη που λικνίζονται στις δύο αγκαλιές της στεριάς. Ενας άνδρας περπατά στη γραμμή συνεύρεσης της αμμουδιάς με τη θάλασσα, κρατώντας ένα κοριτσάκι από το χέρι. Αλλά το βλέμμα μας καταφέρνει κάποια στιγμή να αποσπαστεί, να σηκωθεί πιο ψηλά και να ανοιχτεί στο Αιγαίο.
Ταξιδεύουμε στις Κυκλάδες έχοντας τη θάλασσα μες στα χέρια μας. Ξαποστάσαμε για λίγο, αν δεχτούμε ότι μπορεί να μας κουράσει το ταξίδι, στο λιμάνι της Τήνου, απολαμβάνοντας την πιο θεαματική αρπαγή από έναν πειρατή γλάρο μιας άκρης ψωμιού που έσπρωχναν στην επιφάνεια του νερού τα κεφαλόπουλα, κόβοντας μικρές μπουκιές από το σώμα της. «Από τη στιγμή της αναχώρησης γλάροι συνοδεύουν το καράβι μας, χωρίς εμφανή προσπάθεια, σχεδόν χωρίς να φτεροκοπούν. Τ' όμορφο ευθύγραμμο πέταγμά τους μόλις βοηθιέται απ' την αύρα. Αίφνης, κάτι που πέφτει με πάταγο απ' τη μεριά των μαγέρικων χτυπά έναν λαίμαργο συναγερμό στο σμήνος των πουλιών, αναστατώνει το όμορφο πέταγμά τους κι ανάβει μια φωτιά από λευκά φτερά. Οι γλάροι στριφογυρίζουν ξετρελαμένοι, ύστερα, χωρίς να χάσουν την ταχύτητά τους, αφήνουν ένας ένας την ομάδα και πετούν καρφωτά προς τη θάλασσα».
Να και το Πιπέρι. Αυτό το νησί, που μοιάζει να αναδύεται από τη θάλασσα σαν φτερό καρχαρία, σηματοδοτεί τα μονοπάτια των ταξιδιών στις Κυκλάδες. Το βλέπεις πάντα όταν οι πλόες σου σε φέρνουν πέρα από το νότιο ακρωτήριο της Σύρου, το Σαν Μιχάλη. Πάντα οι πέτρες χάραζαν τις πορείες των ταξιδιών στο Αιγαίο, ειδικά ο σκληρός και κοφτερός οψιανός της Μήλου. Οπου τον συναντούμε εκτός του νησιού, έχει μια πολύ παλιά ιστορία ταξιδιών να μας διηγηθεί. Από πολύ παλιά, από τη Νεολιθική εποχή, τότε που ο άνθρωπος πάτησε σταθερά στα δυο του πόδια και έκανε το πρώτο βήμα πολιτισμού, βάζοντας ένα μικρό βότσαλο στα χέρια του νεκρού που έθαβε στο δάπεδο της σπηλιάς του. Το μέλλον αυτού του πολιτισμού που άρχισε έτσι συζητεί ο συνταξιδιώτης μου. Γι' αυτό ήρθε στην Ελλάδα, φιλοξενούμενος του Αγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού. Για να συζητήσει με επιφανείς Ελληνες - τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Φαίδωνα Βεγλερή, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Ευάγγελο Παπανούτσο - ό,τι ακόμη μας προβληματίζει και σήμερα, το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού: «Ενότητα και διαφορετικότητα, και ποτέ η μια χωρίς την άλλη. Αυτή δεν είναι ακριβώς η εκδοχή της Ευρώπης μας; Εζησε τις αντιφάσεις της και εμπλουτίστηκε από τις διαφορές της και από το συνεχές ξεπέρασμά τους δημιούργησε έναν πολιτισμό από τον οποίο εξαρτάται ολόκληρος ο κόσμος ακόμη και όταν τον απορρίπτουν».
Ο συνταξιδιώτης μου γράφει βιβλία και φιλοσοφεί με εικόνες, καθώς τα νησιά από το περασμένο στον λαιμό των λεόντων της Δήλου περιδέραιο των Κυκλάδων πέφτουν το ένα μετά το άλλο σαν πολύτιμες χάντρες του κομπολογιού του Απόλλωνα. Νησιά, νησάκια, ερημονήσια, μοναχικοί βράχοι, δακτυλικά αποτυπώματα μικρών ή μεγάλων θεών. Κανένα δεν μοιάζει με κανένα, ακολουθούν καρτερικά τη μοναχική και την παράλληλη πορεία τους στο Αιγαίο. Παλιά οι άνθρωποι πίστευαν ότι τα νησιά ταξιδεύουν στον βαθύχρωμο, σχεδόν στο χρώμα του κρασιού, πόντο και οι θεοί παρακάλεσαν τη Δήλο να σταθεί για λίγο ακίνητη για να μπορέσει η Λητώ να γεννήσει τον Απόλλωνα. Τι μεγάλη τιμή! Ακόμη και ένα νησί θα απαρνιόταν την ταξιδιωτική φύση του για να συμμετάσχει σε ένα από τα μεγάλα θαύματα του αρχαίου και του νέου κόσμου, του φωτός στο Αιγαίο. Και πέτρωσε η Δήλος, κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, μέσα στον χρόνο, δίπλα στη Μύκονο, τόσο κοντά και τόσο μακριά από το σήμερα και από το μέλλον. Και οι άνθρωποι είναι νησιά, τόσο απόμακροι όσο πρέπει για να μην ομογενοποιηθούν σε μια προσωπικότητα και τόσο κοντά ώστε να συνομιλούν και να συμπορεύονται. Αίνιγμα...
«Πού βρίσκεται το παράλογο του κόσμου; Μήπως είναι αυτή η ακτινοβολία ή μήπως η ανάμνηση της απουσίας της; Με τόσο ήλιο στη μνήμη πώς μπόρεσα να στοιχηματίσω στο παράλογο; Μένουν όλοι κατάπληκτοι ολόγυρά μου. Καμιά φορά μένω κατάπληκτος κι εγώ ο ίδιος. Θα μπορούσα ν' απαντήσω στους άλλους και στον εαυτό μου πως ο ήλιος τελικά με βοηθούσε σ' αυτό και πως το φως του με την πυκνότητα που έχει στερεοποιεί το σύμπαν και τις μορφές του μεταβάλλοντάς το σε λάμψη σκοτεινή».
Και το παράλογο του ελληνικού καλοκαιριού; Κοιτάζουμε τη Σαντορίνη, τόση ομορφιά και τόση απειλή κλεισμένες μέσα στην Καλντέρα. Κάλλος και δέος, χαρά και φόβος, εξύψωση και καταβύθιση. Μπαίνουμε μέσα σε μια αγκαλιά που μοιάζει τόσο πολύ με της μάνας μας - γλυκιά και αυστηρή - ή μήπως ερωμένης, καυτής και επικίνδυνης; Ολα αυτά εξανεμίζονται σαν το κύμα που έρχεται από την άβυσσο και σβήνει πάνω στα μαύρα βότσαλα, σαν την έκπληκτη ματιά πάνω στις ωραιότερες καμπύλες του Αιγαίου, τους τρούλους των εκκλησιών της Οίας που αιωρούνται στο κενό. Ασπρα κτίσματα και άσπρα πανιά να ανεμίζουν πάνω στην καμένη γη. Μπορεί να είναι έτσι ο Παράδεισος;
Σε τούτα τα μέρη ο ήλιος δεν χάνεται, αλλά πάει να βασιλέψει στην πίσω μεριά της Γης. Η δύση δεν είναι το τέλος μιας ημέρας που έφυγε και χάθηκε και μόνο μας γέρασε, αλλά η αρχή μιας νέας, που ανανεώνει τις ελπίδες μας. Η καινούργια μέρα είναι πάντα μια καλύτερη μέρα. Οπως πίσω από τον ορίζοντα υπάρχει η υπόσχεση ενός καλύτερου κόσμου. Τίποτε πιο συναρπαστικό από τη ζωή απέναντι στις γραμμές των οριζόντων, την αέναη πρόκληση για ταξίδι. Τα σημάδια των ταξιδιών των νησιωτών είναι κατ' αρχήν άυλα. Οι στεριανοί βλέπουν τον προορισμό τους και πηγαίνουν προς το μέρος του. Οι άνθρωποι των νησιών πηδούν μέσα στο ταξίδι και φεύγουν για το άπειρο.
«Και μόνοι με τον ορίζοντα. Τα κύματα έρχονται απ' την αόρατη Ανατολή, ένα ένα. Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ... Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει. Ετσι θα 'πρεπε ν' αγαπώ, πιστά και φευγαλέα. Σμίγω με τη θάλασσα».
Να, από εδώ επάνω, από την Παναγία του Καλάμου στην Ανάφη, η ματιά σου απλώνεται κατά τον Νότο, στη μεγαλύτερη έρημο του Αιγαίου. Ο ορίζοντας, λένε, ασκεί το βλέμμα. Ομως, όσο ασκημένο κι αν είναι το βλέμμα μας, δεν τον φτάνει, αλλά ξεκινάμε να πλεύσουμε προς τον μικρόκοσμο της Κάσου χωρίς να τον βλέπουμε. Και ακόμη πιο μικρός μικρόκοσμος τα Αρμάθια, μες στην ησυχία των μοναστηριών, βράχοι, με μια τούφα σκίνα και θυμάρια στην κορυφή δύο εξωτικών παραλιών, από τις ωραιότερες της Μεσογείου. Η αμμουδιά λάμπει όπως το αλάτι στα κοιλώματα των βράχων, διαχρονικά πολύτιμο.
«Ενα πρωί επιτέλους ρίχνουμε άγκυρα σ' έναν κόλπο γεμάτο παράξενη σιωπή και σημαδούρες από ακίνητα πανιά. Μόνο μερικά θαλασσοπούλια τσακώνονται στον ουρανό για κομματάκια από καλάμια. Κολυμπώντας φτάνουμε σε μια έρημη ακτή. Ολη τη μέρα βουτάμε στο νερό, ύστερα στεγνώνουμε πάνω στην άμμο. Οταν έρχεται το βράδυ, κάτω από τον ουρανό που πρασινίζει και οπισθοχωρεί, η θάλασσα, τόσο ήρεμη ήδη, γαληνεύει κι άλλο. Μικρά κύματα ξεφυσούν άχνες αφρού πάνω στη ζεστή αμμουδιά. Τα θαλασσοπούλια χάθηκαν. Μένει μόνο ένας χώρος προσφορά στο ακίνητο ταξίδι».
Η Κάρπαθος μας κάνει πάσα στη μικρή Χάλκη κι εκείνη στη μεγάλη Ρόδο. Κι εκείνη στη Λέρο. Κι η Λέρος στην Πάτμο, και η Πάτμος στο πολύνησο των Φούρνων. Το Ανατολικό Αιγαίο μάς εγκλωβίζει σε μαγεμένα φιόρδ. Φούρνοι, συναρπαστικά πολυεπίπεδοι, με το ένα τοπίο πίσω από το άλλο, σαν ντόμινο ωραίων εικόνων, που όταν πέφτει η μια εικόνα στη ζωή σου, την ακολουθεί μια συναρπαστική διαδοχή. Δες αυτό το νησάκι, μου λέει η Αρτεμις καθώς πηγαίνουμε προς Βλυχάδα. Δεν έχει μέρος να ακουμπήσει έτσι όπως ενώνεται ο ουρανός με τη θάλασσα. Είναι ο Μικρός Ανθρωποφάς, που τον είπαν έτσι γιατί γύρω του υπήρχαν πολλά σφουγγάρια και πολλοί καλύμνιοι βουτηχτές χτυπημένοι από τη νόσο των δυτών. Ή μπορεί γιατί έπεφταν πάνω του πολλά καράβια. Ποιος ξέρει; Αλλά ο μικρός βράχος που πάνω του ξεκουράζονται δύο θαλασσοπούλια, στον δρόμο για την Κεραμιδού της Θύμαινας, δεν κρύβει καμιά απειλή. Αντιθέτως, η Κεραμιδού κρύβει θαλπωρή για τον ταξιδιώτη, στο βάθος της αμμουδερής αγκαλιάς της.
«Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, απ' τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και τον μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στον βυθό. Εδώ θέλω να έρθω να ζήσω και να εργαστώ. Και ξαφνικά συνέχισα τη σκέψη μου φωναχτά. Να εκεί, πάνω στη θάλασσα, σε εκείνο το απόμερο σπιτάκι».
Ο συνταξιδιώτης μου συνεχίζει να μονολογεί για τη Λέσβο των ποιητών: «Είναι πολύ ωραίο το νησί σου, Αγγελε, ωραίο και αρρενωπό. Οι ελαιώνες, οι καταπράσινοι λόφοι, καμπύλες τρυφερές σαν ασημοντυμένες οδαλίσκες λικνίζονται στον αιγαιοπελαγίτικο αγέρα και παντρεύονται αρμονικά με τα ψηλά βουνά που τις καμαρώνουν ξαπλωμένες νωχελικά στα πόδια τους. Βουνά που αγναντεύουν πέρα την Ανατολή, κληρονόμοι περήφανοι της ιωνικής φιλοσοφίας. (...) Από τότε, η Ελλάδα πλανιέται κάπου μέσα μου, στα όρια της μνήμης μου, ακατάπαυστα. (...) Καταλαβαίνετε; Είναι ο τόπος των θεών και ό,τι ζητήσεις σου το δίνουν».
__________
Ιδέες και αποσπάσματα πήραμε από τα βιβλία του Αλμπέρ Καμί «Το καλοκαίρι» (μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδόσεις Πατάκη), «Καμί - Η ευτυχία και το παράλογο αχώριστα παιδιά της ίδιας Γης» (των Λευτέρη Ξανθόπουλου, Νίκου Μπακουνάκη, Φωτεινής Τσαλίκογλου, εκδόσεις Καστανιώτη), «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού, Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης υπό την προεδρία του Αγγελου Κατακουζηνού» (Αντί προλόγου - επίμετρο Σοφία Πελοποννησίου-Βασιλάτου, εισαγωγή Ξένη Δ. Μπαλωτή, μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδόσεις Πατάκη), «Συντροφιά με τον Albert Camus» (της Λητώς Κατακουζηνού, εισαγωγή Γκόλφω Μαγγίνη, έκδοση Ιδρυμα Αγγέλου και Λητώς Κατακουζηνού).
 
Ο Αλμπέρ Καμί
Στην Ικαρία μετά τη βουτιά επιβάλλεται ένα πέρασμα και από κάποιο πανηγύρι
Mία από τις ωραιότερες καμπύλες του Αιγαίου, ο τρούλος της εκκλησίας στην Οία
Παιχνίδι στην παραλία με παρέα και τον Αλμπέρ Καμί
Η Λέσβος, ένα νησί «ωραίο και αρρενωπό», σύμφωνα με τον Αλμπέρ Καμί
Στον Ναό της Αφαίας στην Αίγινα αφουγκράζεται κανείς τις δονήσεις της ελληνικής γης
Ο Αλμπέρ Καμί και το ελληνικό καλοκαίρι στους αγρούς
Η Ρόδος, ένα ακόμη στολίδι του ελληνικού καλοκαιριού
 
8  φωτογραφίες

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Ιουνίου 2015
 Νίκος Γ. Μαστροπαύλος

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Loin des Hommes, We Are All First Men: Camus’ Algerians and Oelhoffen’s Camus


Even Nobel-Prize winners can be melancholy. This is one lesson we can learn from Albert Camus’ life by the end of the 1950s.
Camus was catapulted to public fame in his late twenties by the uncanny novella The Stranger. Soon after, he became a hero of the French resistance and the celebrated author of The Plague of 1947.
Yet by the time Camus’ collection of short stories, Exile and the Kingdomappeared one decade later, Camus had come to feel acutely what his former friend Jean-Paul Sartre had charged against him. History had moved on since the war, and the tender-hearted pied noir was no longer on its better side.
The troubles in Algeria affected him as others suffer pain in the lungs, Camus once confided.
Sartre’s 1952 words to Camus are echoed by Slimane, the leader of the Algerian resistance fighters in Far from Men, David Oelhoffen’s extraordinary 2014 filmic adaptation of Camus’ 1957 story, “L’Hôte”. “This time you’re on the wrong side”, Slimane tells his old friend and comrade, the French-Algerian protagonist Daru, brilliantly portrayed by Viggo Mortensen.
It is one of many echoes from Camus’ life and later work that Oelhoffen’s script lets sound as he repackages Camus’ story for the big screen.
That Oelhoffen’s film has succeeded in remaining so true to the aesthetic, mood, and the spirit of Camus’ writing is remarkable testimony to the director-come-screenwriter’s abilities, as well as to his clear love of Camus.
Camus “L’Hôte” itself spans barely twelve pages. It is one of Camus’ most sparse stories, as minimal, dry and resonant as the windswept Algerian highlands that is its setting.
Daru is a reclusive schoolteacher bringing French language, culture, and wheat to the indigenous children in an isolated outpost. One day, he is presented with an unwanted guest. It is an Arab, bound by a rope and dragged by a horse-riding gendarme. The latter charges the teacher to deliver this ‘hostage’ to French justice in nearby Tinguit. Trouble is brewing, and “we are all mobilised, in a way”.
Daru wants nothing more than to wash his hands of the whole affair. He is disgusted alike by the Arab’s crime (this Cain has killed his cousin with a billhook, and been driven from his community) and the dishonourable demand of the cop to deliver him over to execution.
The Arab, meanwhile, tells us little about who he is, or why he has killed his cousin. Like Meursault’s victim on the beach in The Stranger, we don’t even learn his name.
Yet Daru hosts him. And despite himself, a solidarity grows between him and his hostage-guest. After dining (“Will you eat with me?”), the two men share rooms for a night. The following morning, Daru takes the Arab towards Tinguit.
Then, in a definitively ambivalent gesture, Daru leaves the stranger at the crossroads. He should decide for himself whether to go East towards captivity, or South towards freedom. The same nomads who have appeared on the horizon in Camus' opening story in Exile and the Kingdom, like a furtive promise of happiness, will then welcome him “according to their law”.
In the story, when Daru turns back moments later, he sees the Arab making his way to Tinguit, and the judgment of colonial Law.
When Daru himself returns home in the gathering heat, he finds these words scrawled uncannily across the map of France on his blackboard: “You have betrayed our brother. You will pay”.
No more happy endings, someone said.
Camus' 1957 story, critics have agreed, clearly expresses Camus’ growing sense of his own helplessness as an advocate for French-Arab cohabitation, suing for dialogue between independence fighters increasingly willing to deploy spectacular violence against civilians, and a colonial regime increasingly willing to use torture and reprisals to ‘send a message to the terrorists.’ Plus ça change 
Camus’ 1958 Algerian Chronicles, one of Oelhoffen’s source texts for the film, in effect signs off and inaugurated a silence which Camus’ untimely January 1960 death would make definitive. Camus knew his political proposal for a federalised French-Algeria, like Daru’s ambiguous offer of freedom to his guest in “The Host”, could “satisfy no one, and I know in advance how it will be received on both sides…”
Yet in the film Far From Men, things seem very different.
Camus’ nameless Arab becomes Oelhoffen’s ‘Mohamed.’ And as the film develops, his posture straightens, his gait lengthens, and a rounded human character emerges from behind this hostage-guest’s initial, taciturn silence.
The nameless Arab’s refusal in Camus’ story to provide Daru with a motive either for his murder, or for seeking the judgement of French Law, becomes in the film a sophisticated plan.
By turning himself in to the colonial authorities, Mohamed will break the cycle of blood-violence in his town. This “eye for an eye” legality is what is driving his cousin’s family to pursue he and Daru, in vengeance for what we learn was Mohamed’s initial act of self-defence. And it will soon enough require Mohamed’s brothers in their turn to shed the blood of his pursuers, unless something different is done.
“You figured it all out,” Daru reflects in the decisive conversation exactly half way through the film, after which the Frenchman ceases to be his brother’s keeper.
And then, at film’s end, Oelhoffen’s Mohamed chooses freedom and the nomads, unlike Camus’ nameless Arab.
In one of the best responses to the film, Alice Kaplan has commented that by these changes, Far from Men in effect changes Camus. Oelhoffen brings “’The Guest’ into the twenty-first century, into a world where living together through differences can bring hope for reconciliation …”
More critical readers have seen in the same adaptations something closer to a political whitewashing of Camus’ tale and the author’s position on the colonial issue.
Both positions seem to me to be partly right and partly wrong.
Postcolonial critics have downplayed the uneasy ambiguity of Camus’ politics in Algeria. In the late 1930s, as a journalist, he had been amongst the first to criticise colonial exploitation. He had door-knocked for the Communists to try to recruit Moslems, and participated in cultural initiatives to bring indigenous and French authors together.
His own family, far from being the cigar-smoking, Chevy-driving colonsCamus’ Marxissant critics would soon imagine, were amongst the poorest Alsatian and Spanish stock. The Nobel Prize winner was the first of his family to even go to school.
Meanwhile, the expulsion of the French pied noirs in 1962 did not deliver the Algerian people lasting peace. In the 1990s, civil war would again break out. At the same time, Camus’ family finally published The First Man, the incomplete novel about his homeland the author was working on when he died.
In the second half of the film, with Mohamed now asking all the questions, we learn that Oelhoffen’s Daru was, like Camus’ beloved mother, from Spanish-Algerian roots: “for the French, we were Arabs; now for the Arabs, we are French…”
Far from being the one “at home”, able to host the Arab man from a position of untroubled cultural superiority, this Daru is as much an exile in this strange land as Mohamed.
The film has them taken captive first by the Arab Liberation fighters and then by the French Expeditionary forces.
And, as paradoxical as this sounds, it is in its powerful depiction of these two refugees wandering precariously between competing laws and armies that Oelhoffen succeeds less in changing Camus’ “Host”, for good or ill; than in going beyond Camus' story’s letter to its spirit, and to the letter of what was emerging in these years as The First Man.
Camus’ notes for this unfinished autobiographical novel attest to his sense of the wider relevance of what was playing out in Algeria: on one hand, the end of colonialism and its founding ideologies of European, white supremacy; and on the other, the urgent need of different peoples in a post-colonial world to find ways to peaceable dialogic cohabitation, if the kind of cyclical, reparative violence between peoples—each citing the crimes of the other as sanction for its own excesses—is ever to be arrested.
Even Algeria’s dramatic geography, showcased in Far From Men’s distancing shots of the magnificent, inhuman desert landscapes, took on for Camus a symbolic significance in this last period, at once evoking the murderous violence inherent in peoples’ historical claims and the transient futility of all such rolling bids for exclusive territorial dominion:
The history of men, that history that kept on plodding across one of its oldest territories while leaving so few traces on it, […] evaporating under a constant sun with the memory of those who made it, reduced to paroxysms of violence and murder, to blazes of hatred, to torrents of blood, quickly swollen and quickly dried up, like the seasonal rains of the country…
Just so, if Camus’ Algerians are the “first men” his last novel’s title promised, it is to the extent that they had been placed in the interstices of history, between competing cultures. Just as Oelhoffen’s film’s wandering duo: “we were children without God or father … we lived without legitimacy – Pride.”
Far from the racist or colonialist some of his most uncharitable critics have accused, the last Camus instead dreamt of a new kind of “kingdom” of the disenfranchised. This royaume was blind to traditional and racial borders, bound instead like the heroes of Far from Men to landscapes none can lay exclusive claim to:
Give back the land, the land that belongs to no one. Give back the land that is neither to be sold nor to be bought […] Give back the land to the poor, to those who have nothing and who are so poor that they never desired to have and to possess, to those in this land who […] mostly Arab and a few French […] live and survive here through stubbornness and endurance, with the only pride that is worth anything in the world, that of the poor. Give them the land as one gives what is sacred to those who are sacred…
David Carroll is right to have reflected that such a vision of the Algerian people, skating over the Arab-French divide and its history, was never likely to find the institutional and political supports Camus hoped his writing and activism might win. Yet historical failure does not imply normative bankruptcy.
Nor, as David Oelhoffen’s Far From Men in effect says, does Camus’ political failure prevent his vision of “first men” like Daru or Mohamed from being of increasing prescience.
We live in a world wherein, amongst other things, the numbers of real refugees flooding the first world (including many Moslems from Africa) grows every hour. Increasingly like Camus’ Daru and Oelhoffen’s Mohamed – and whether we like it or not – we too are every day being cut loose from the moorings of our older, more impermeable cultures.
Our territorial and cultural boundaries in the period of ‘globalisation’ have been rendered increasingly porous not only to flows of moneys and capital. There are also the floods of exiled peoples, as welcome to most of us as is the rope-borne Arab, at first, to Camus’ or Oelhoffen’s Daru.
If we in these circumstance are to become not “men on the wane as they shout in the newspapers, but men of a different and undefined dawn,” as Camus could still write of his warring countrymen in 1959, it is to the extent that we become able to see in figures like Far From Men’s Daru and Mohamed not strangers to be taken hostage, traded on or turned away, but uncanny images of ourselves.
For, as Camus wrote in the remarkable unpublished notes for his 1957 short story which Oelhoffen’s 2014 film has brought so vividly to cinematic life:
Something united them, Daru and this Arab, across time and space always pushing them forwards; a solidarity of men across the generations, under the same vast sky, isolated on their immense island between the sand and the water, similar to their country, different from the rest of the world, accomplices and brothers, when they desisted from killing each other…
__________
 http://theconversation.com/loin-des-hommes-we-are-all-first-men-camus-algerians-and-oelhoffens-camus-47005

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Αλμπέρ Καμύ: Ευρωπαϊκός πολιτισμός «Υπάρχει μια Ευρώπη αστική, ατομίστρια, εκείνη που σκέφτεται τα ψυγεία της, τα γαστρονομικά της εστιατόρια, που λέει "εγώ δεν ψηφίζω"»

  Aλμπέρ.  Καμύ: «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού   

«ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΑΣΤΙΚΗ, ΑΤΟΜΙΣΤΡΙΑ, εκείνη που σκέφτεται τα ψυγεία της, τα γαστρονομικά της εστιατόρια, που λέει "εγώ δεν ψηφίζω". Πρόκειται, μα την αλήθεια, για την αστική Ευρώπη. Τούτη εδώ δεν θέλει να ζήσει. Λέει βέβαια ότι θέλει να ζήσει, αλλά τοποθέτησε τη ζωή σ' ένα επίπεδο τόσο χαμηλό που έχει ελάχιστες πιθανότητες να παραταθεί στην ιστορία, φυτοζωεί, και καμιά κοινωνία δεν μπόρεσε να φυτοζωήσει για πολύ. Εδώ, όμως, δεν βλέπω κάτι που να είναι η έκφραση του κλασικού μέτρου. Βλέπω μόνον έναν ατομικιστικό μηδενισμό, αυτόν που λέει "δεν θέλουμε ούτε ρομαντισμό ούτε υπερβολή, δεν θέλουμε να ζήσουμε στα όρια ούτε να γνωρίσουμε τη διάσπαση". Αν δεν θέλετε να ζήσετε στα όρια ούτε να γνωρίσετε τη διάσπαση, τότε δεν πρόκειται να ζήσετε, και κυρίως η κοινωνία σας δεν θα ζήσει.
 ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΘΗΜΑ, ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΩ ΕΠΕΙΔΗ ΑΝΤΙΤΑΣΣΟΜΑΙ κατηγορηματικά στην ιδεολογία των λαϊκών δημοκρατιών, το μεγάλο μάθημα λοιπόν που μας έρχεται από την Ανατολή είναι ακριβώς το νόημα της συμμετοχής σε μια κοινή προσπάθεια, και δεν υπάρχει κανένας λόγος να απορρίψουμε αυτό το παράδειγμα.
 ΑΠΟ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ, ΔΕΝ ΕΠΙΚΡΟΤΩ ΚΑΘΟΛΟΥ την αστική Ευρώπη. Απεναντίας, θα ασπαστώ μια θέση που λέει: "γνωρίζουμε τα άκρα, τα ζήσαμε, θα τα ζήσουμε όταν θα χρειαστεί, και μπορούμε να πούμε πως τα ζήσαμε γιατί βιώσαμε τα γεγονότα που μας επέτρεψαν να τα γνωρίσουμε". Υπήρξε, πράγματι, μια γαλλική εθνική αλληλεγγύη, όπως και μια ελληνική αλληλεγγύη, η αλληλεγγύη της οδύνης. Τούτη την αλληλεγγύη μπορούμε να την ξαναβρούμε ανά πάσα στιγμή και όχι μόνο με την όψη της οδύνης. Αν συλλογιζόμασταν αρκετά αυτή την εμπειρία, είμαι πεπεισμένος ότι θα καταλαβαίναμε καλύτερα το νόημα του μέτρου, που νοείται ως η συμφιλίωση αντιφάσεων και, ειδικά, στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, ως η συμφιλίωση των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του ατόμου. 
ΠΡΑΓΜΑΤΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ καταλήγει να διεκδικεί μονάχα τα δικαιώματα του ανθρώπου, τα οποία είναι αξίες που οφείλουμε να υπερασπιστούμε, όχι όμως αν αυτά τα δικαιώματα σημαίνουν άρνηση των καθηκόντων. Και αντίστροφα. Τα καθήκοντα του ανθρώπου που μας εκθειάζουν στην ανατολική Ευρώπη, δεν είναι τα καθήκοντα που θα δεχτούμε, αν αυτά σημαίνουν την άρνηση όλων όσα συνιστούν το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι αυτό που είναι». 
«Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΧΙΚΑ ένας πλουραλιστικός πολιτισμός. Εννοώ ότι είναι ο τόπος της ποικιλομορφίας των σκέψεων, των αντιθέσεων, των αντιτιθέμενων αξιών και της ατέρμονης διαλεκτικής. Η ζωντανή διαλεκτική στην Ευρώπη είναι εκείνη που δεν καταλήγει σε ένα είδος ιδεολογίας απολυταρχικής και παράλληλα ορθόδοξης. Αυτός ο πλουραλισμός, που υπήρξε πάντα το θεμέλιο της έννοιας της ευρωπαϊκής ελευθερίας, μου φαίνεται ότι είναι η πιο σημαντική συμβολή του πολιτισμού μας. Αυτός ακριβώς βρίσκεται σήμερα σε κίνδυνο και αυτόν οφείλουμε, με κάθε τρόπο, να διαφυλάξουμε».

___________
* Αποσπάσματα από την έκδοση «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού - Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης υπό την προεδρία του Άγγελου Κατακουζηνού», εκδ. Πατάκη.

 [Πηγή: www.doctv.gr]

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Αλμπέρ Καμύ: "Η καλή και η ανάποδη"

  Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ  από τις εκδ. Καστανιώτη  

Η καλή και η ανάποδη, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδ. Καστανιώτη.
ΑΡΚΕΙ ΕΝΑ ΜΟΝΟ ΦΩΣ ΝΑ ΛΑΜΨΕΙ, ΚΑΙ ΞΕΧΕΙΛΙΖΩ από μια συγκεχυμένη και μεθυστική χαρά. Αυτό το απόγευμα με φέρνει έτσι απέναντι στην ανάποδη μεριά του κόσμου. Μα η ατμόσφαιρα παραμένει κρύα. Παντού ένα αραχνοΰφαντο πέπλο ήλιου που κι ένα νύχι θα το ‘σχιζε, μα που ντύνει τα πάντα μ’ ένα θαλερό χαμόγελο. Ποιος είμαι εγώ και τι άλλο μπορώ να κάνω παρά να συμμετέχω στο παιχνίδι του φωτός μέσα στα φυλλώματα; Να είμαι αυτή η αχτίδα που καίει το τσιγάρο μου, αυτή η γλυκύτητα κι αυτό το διακριτικό πάθος που ανασαίνει με τον αέρα.
ΚΙ ΑΝ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΩ ΝΑ ΒΡΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ, το πετυχαίνω μόνο χάρη στο φως. Κι αν επιχειρήσω να καταλάβω και να δοκιμάσω τούτη τη λεπτή γεύση που μου φανερώνει το μυστικό του κόσμου, μόνο τον εαυτό μου ανακαλύπτω στο βάθος του σύμπαντος. Τον εαυτό μου, δηλαδή αυτή την ακραία συγκίνηση που με λυτρώνει απ’ το σκηνικό.
ΑΛΛΟΙ ΑΦΗΝΟΥΝ ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ενός βιβλίου, φυλακίζουν εκεί έναν περίπατο όπου τους άγγιξε ο έρωτας. Κι εγώ κάνω περιπάτους, μα με χαϊδεύει ένας θεός. Η ζωή είναι σύντομη κι είναι αμαρτία να χάνεις τον καιρό σου. Λένε πως είμαι δραστήριος. Αλλά το να είσαι δραστήριος σημαίνει να χάνεις τον καιρό σου, εφόσον χάνεσαι ο ίδιος.
ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΦΕΥΓΕΙ να συναντήσει τον εαυτό της. Αν με πνίγει ακόμα μια αγωνία, είναι γιατί αισθάνομαι τούτη την αψηλάφητη στιγμή να γλιστρά μέσα απ’ τα δάχτυλά μου όπως οι σταγόνες του υδράργυρου. Αφήστε λοιπόν όσους θέλουν να γυρίσουν την πλάτη τους στον κόσμο. Δεν παραπονιέμαι αφού βλέπω να γεννιέμαι.
ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ, ΟΛΟ ΜΟΥ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΑΝΗΚΕΙ σ’ αυτό τον κόσμο. Αυτός ο ήλιος κι αυτές οι σκιές, αυτή η ζέστη κι αυτό το κρύο που έρχονται απ’ το βάθος του αέρα: ν’ αναρωτηθώ αν κάτι πεθαίνει κι αν οι άνθρωποι υποφέρουν αφού τα πάντα γράφονται σ’ αυτό το παράθυρο όπου ο ουρανός σκορπίζει την πληρότητά του που έρχεται να σμίξει με τον οίκτο μου. Μπορώ να πω και θα το πω αμέσως ότι αξίζει να είναι κανείς αληθινός, κι αυτό τα περιλαμβάνει όλα, και την ανθρωπιά και την απλότητα.
ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΛΟΙΠΟΝ ΕΙΜΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΣ, ΑΝ ΟΧΙ ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ; Η επιθυμία μου εκπληρώνεται πριν προλάβω να την εκφράσω. Η αιωνιότητα είναι εδώ κι εγώ την περίμενα με ελπίδα. Τώρα δεν εύχομαι πια να είμαι ευτυχισμένος αλλά να έχω συνείδηση της πραγματικότητας.
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΑΡΑΤΗΡΕΙ ΜΕ ΘΑΥΜΑΣΜΟ τον κόσμο κι ένας άλλος σκάβει τον τάφο του: πώς να τους ξεχωρίσω; Τους ανθρώπους και τον παραλογισμό τους; Αλλά να το μειδίαμα του ουρανού. Το φως δυναμώνει και μήπως έρχεται σε λίγο το καλοκαίρι; Αλλά να τα μάτια και η φωνή εκείνων που πρέπει ν’ αγαπώ. Είμαι δεμένος με τον κόσμο με όλες μου τις κινήσεις, με τους ανθρώπους, με όλο τον οίκτο και την ευγνωμοσύνη μου. Ανάμεσα σε τούτη την καλή και την ανάποδη του κόσμου, δεν θέλω να επιλέξω, δεν μου αρέσει να επιλέγω. (…)
ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΘΑΡΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΝΑ ΚΡΑΤΑ ΚΑΝΕΙΣ τα μάτια ανοιχτά στο φως όπως και στον θάνατο. Άλλωστε, πώς να εκφράσω αυτό που συνδέει την τρομερή αγάπη της ζωής μ’ εκείνη τη μυστική απελπισία; Αν δεχτώ την ειρωνεία, κρυμμένη στο βάθος των πραγμάτων, εκείνη τότε αποκαλύπτεται αργά. Κλείνοντας το μικρό και φωτεινό μάτι της, λέει: «Ζήστε σαν…» Παρά τις τόσες έρευνες, η γνώση μου σταματά εδώ. Ο Αλμπέρ Καμύ (7 Νοεμβρίου 1913-4 Ιανουαρίου 1960) ήταν Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, ιδρυτής του Theatre du Travail (1935), για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του έργα, περιλαμβάνονται τα μυθιστορήματα Ο Ξένος και Η Πανούκλα, τα θεατρικά Καλλιγούλας και Οι Δίκαιοι, αλλά και τα φιλοσοφικά δοκίμια Ο Μύθος του Σίσσυφου και Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος. Το 1957 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Πηγή: www.doctv.gr