Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαπίστωση του Αλμπέρ Καμύ «Πρέπει να φανταστούμε το Σίσυφο ευτυχισμένο» είναι, τουλάχιστον εξ’ αρχής, εντελώς παράλογη. Ο Σίσυφος είναι ο μυθολογικός ήρωας που καταδικάστηκε από το Δία να κουβαλά ένα τεράστιο βράχο στην ανηφόρα. Μετά το πέρας αυτής της διαδικασίας ο βράχος ξανακυλούσε στην εκκίνηση κι ο Σίσυφος έπρεπε να ξεκινήσει απ’ την αρχή. Έτσι το μαρτύριο παίρνει τη μορφή της αιωνιότητας καθώς επαναλαμβάνεται επ’ άπειρο. Ένας πραγματικός εφιάλτης που ενσαρκώνει επακριβώς αυτό που λέμε ματαίωση κάθε ελπίδας. Κι εδώ βρίσκεται η πεμπτουσία του δράματος που δεν έχει καμία σχέση με τον απάνθρωπο σωματικό μόχθο αλλά με το τεράστιο ψυχικό βάρος της αιωνιότητας που σχηματοποιεί το αναπόδραστο. Η φρικαλεότητα του παρόντος χάνεται μέσα στην οριστική απελπισία του μέλλοντος. Με δυο λόγια η στέρηση του μέλλοντος είναι η μέγιστη οδύνη, γιατί μόνο μέσα από το μέλλον οριοθετείται το παρόν. Αν το μέλλον χαθεί, το παρόν δεν έχει καμιά σημασία. Ένας άνθρωπος που στερείται το μέλλον, ουσιαστικά στερείται του νοήματος της ύπαρξης, δηλαδή βιώνει το μεγαλύτερο εφιάλτη. Ο Σίσυφος στερείται αμετάκλητα το μέλλον. Ο Σίσυφος δεν μπορεί παρά να ενσαρκώνει την απόλυτη δυστυχία.
Το παράλογο συμπέρασμα του Καμύ για την σισύφεια ευτυχία δεν μπορεί παρά να φέρει στο φως ένα νέο παραλογισμό, που αφορά την ανθρώπινη οπτική της αιωνιότητας. Ο άνθρωπος έχοντας απόλυτη επίγνωση της φθαρτότητάς του αναζητά την ευτυχία μόνο μέσα στη μελλοντική προοπτική. Όλα γίνονται για το μέλλον, για χάρη μιας καλύτερης ζωής που θα έρθει, για χάρη δηλαδή μιας ελπίδας, που όμως είναι καταδικασμένη στο ανεκπλήρωτο, αφού τελικά μέλλον για τον άνθρωπο δεν υπάρχει ή τουλάχιστο δεν έχει τη μορφή που αυτός φαντάζεται. Ενώ το θνησιμαίο της ύπαρξης είναι αμετάκλητο, ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στο ασυμβίβαστο αδιέξοδο της υποτίμησης του παρόντος (που μπορεί να φτάσει μέχρι την άρνηση), αφού το μέλλον και μόνο το μέλλον νοηματοδοτεί την ύπαρξή του. Κι εδώ βρισκόμαστε στην απόλυτη αντιφατικότητα της ύπαρξης που καταδικάζεται στην προσωρινότητα και ταυτόχρονα την απορρίπτει. Από την άλλη πλευρά, η συνείδηση του θανάτου ματαιώνει κάθε συμπεριφορά και κάθε φιλοδοξία σε βαθμό απόλυτο. Οδηγεί στον άκρατο μηδενισμό, δηλαδή στην απόλυτη αποστασιοποίηση, που από ένα σημείο και μετά παίρνει αυτοκτονικές διαστάσεις. Από αυτή την άποψη η διαιώνιση του παραλόγου της αιώνιας προοπτικής είναι ευεργετική για τον άνθρωπο, αφού του δίνει το κουράγιο να ζει, του δίνει το κουράγιο να συνεχίζει να κουβαλά την πέτρα στην ανηφόρα που όρισε ο Δίας.
Εφόσον η μελλοντική ψευδαίσθηση συνδέεται αναπόδραστα με την ύπαρξη, τότε η ύπαρξη είναι καταδικασμένη στο παράλογο. Μόνο το παράλογο κάνει ανεκτή την ύπαρξη, νικά δηλαδή, έστω ψευδώς, το θάνατο. Με δυο λόγια, ο άνθρωπος αναλαμβάνει ρόλους. Τους αναλαμβάνει με απόλυτη σοβαρότητα, δίνει όλη τη δύναμή του σ’ αυτούς. Ρόλους οικογενειακούς, επαγγελματικούς κτλ. Οι ρόλοι αυτοί δεν είναι παρά το δεκανίκι της ύπαρξης, δηλαδή η προϋπόθεση της ζωής. Οι φιλοδοξίες υποδαυλίζουν τους ρόλους, δημιουργώντας τη συναισθηματική πληρότητα που μεταμορφώνεται σε πάθος για ζωή. Ο άνθρωπος πρέπει να δεθεί μ’ αυτούς τους ρόλους, όσο παράλογοι κι αν είναι, διαφορετικά τον περιμένει η κενότητα που αντίκειται στην ύπαρξη. Ο άνθρωπος, όταν μπλέκεται στον κυκεώνα των ρόλων που αναλαμβάνει, παραδίδοντας μέχρι το τελευταίο ίχνος της ελευθερίας του, αδυνατεί να αντιληφθεί το μέγεθος του παραλόγου που τον στροβιλίζει. (Κι ευτυχώς). Αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα μόνο παρακολουθώντας το παράλογο των ξένων ρόλων, ποτέ των δικών του. Έτσι φτάνουμε σε μια τρομερή αντιστροφή. Το παράλογο γίνεται μοναδική λογική, αφού μόνο αυτό εξασφαλίζει την ύπαρξη, και η ορθολογική συνειδητοποίησή του, που μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη των ρόλων, παραλογισμός, αφού ματαιώνει τα επαναλαμβανόμενα στερεότυπα που καθορίζουν την ύπαρξη. Ο άνθρωπος που συνειδητοποιεί το παράλογο, μοιραία οδηγείται σ’ ένα νέο παράλογο, που όμως λειτουργεί αντιστρόφως. Μοιραία, αφήνει κατάπληκτους όλους τους γύρω του. Μοιραία, είναι ο παράλογος άνθρωπος.
Ο παράλογος άνθρωπος, ως απόλυτος γνώστης του εφήμερου, αδυνατεί να δοθεί ολόψυχα σε ρόλους. Ως ένα βαθμό, αδυνατεί να ενταχθεί σε οποιοδήποτε σύνολο. Ζει αποστασιοποιημένα κι αυτό μεταφράζεται ως ψυχρότητα. Η αντίληψη του παραλόγου τον κάνει περισσότερο παρατηρητή παρά συμμετέχοντα. Ως εκ τούτου είναι περισσότερο ανεκτικός. Η οποιαδήποτε σκανδαλώδη συμπεριφορά, μπορεί να συγκλονίσει τα πλήθη, όχι όμως τον παράλογο άνθρωπο, που δεν αποδίδει ποτέ ηθικούς χαρακτηρισμούς. Η ηθική, η προκαθορισμένα ορθή συμπεριφορά, ο καθωσπρεπισμός, οι θρησκείες κτλ δεν είναι παρά ο νέος κύκλος του παραλόγου που θέτει κανόνες ομαδικούς για να προασπίσει δήθεν τη συνύπαρξη, αλλά επί της ουσίας την ύπαρξη, που πρέπει να περιχαρακωθεί απολύτως, προκειμένου να μην καταρρεύσει. Υπό αυτή τη λογική του παραλόγου τα πάντα γίνονται λογικά, αφού τα πάντα μπορούν να νοηματοδοτήσουν, με τρόπο καθαρά τεχνητό, την εξέλιξη της ύπαρξης που μόνο υπηρετώντας ένα νόημα υφίσταται. Ένα νόημα παράλογο από θέση αρχής. Η εξέλιξη της ύπαρξης που έχει παντελώς απομυθοποιήσει κάθε νόημα, δεν είναι παρά ακροβασία. Μια ακροβασία που ο παράλογος άνθρωπος οφείλει να φέρει σε πέρας καθημερινά κι αυτό μονάχα ως απάθεια εκλαμβάνεται.
Όμως η αποχή του παράλογου ανθρώπου από την ηθική της αιωνιότητας δεν ταυτίζεται με την άρνηση της ζωής. Ο παράλογος άνθρωπος δεν φοβάται το θάνατο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τον επιδιώκει. Αναλαμβάνει ρόλους, χωρίς όμως να νοηματοδοτείται η ύπαρξή του από αυτούς. Η αποστασιοποίηση του δεν λειτουργεί αυτοκαταστροφικά, ούτε καν απαξιωτικά. Αναγνωρίζοντας το παράλογο ως μοναδική κινητήριο δύναμη της ζωής, μαθαίνει να ζει μ’ αυτό, μαθαίνει να ζει σε πείσμα κάθε λογικής που πρέπει να υπερνικήσει. Τελικά βιώνει την απόλυτη επανάσταση, αφού η αντίσταση γίνεται στόχος ζωής, γίνεται δηλαδή ένα άλλο νόημα εξίσου παράλογο, το οποίο όμως υπηρετεί έχοντας απόλυτη γνώση του παραλογισμού του. Η αντίσταση αυτή έχει να κάνει τόσο με το μέτωπο του γενικού παραλογισμού του πλήθους, όσο και με το δικό του εσωτερικό μέτωπο που του καταδεικνύει τον δικό του παραλογισμό. Το δεύτερο μέτωπο, όχι μόνο δεν τον πτοεί, αλλά τελικά ενσταλάζει ένα άλλο, ιδιόμορφο πάθος, το πάθος της υπηρεσίας του παραλόγου, ως αμετακίνητη αλήθεια. Υπό αυτή την έννοια όλοι οι παράλογοι ρόλοι αποκτούν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Γίνονται ιδεολογικοί κόσμοι που κάθε μελετητής του παραλόγου οφείλει να εξερευνήσει. Ο παράλογος άνθρωπος θέλει να είναι ο ηθοποιός που θα βιώσει όλους τους ρόλους εντρυφώντας στα άδυτα του παραλόγου, πράξη ολωσδιόλου παράλογη. Κάπως έτσι γεννιέται η τέχνη του παραλόγου, που δεν έχει άλλο σκοπό από το να αποκωδικοποιήσει το παράλογο δίνοντας του υπόσταση χειροπιαστή, χωρίς όμως να επιχειρήσει να δώσει λύση, αφού είναι απολύτως σαφές ότι λύση δεν υπάρχει. Πέρα από τους καθαυτό διανοούμενους του παραλόγου – Ιονέσκο, Γκόμπροβιτς κτλ – κάθε συγγραφέας εσκεμμένα ή όχι, ασχολείται με το παράλογο, αφού μόνο αυτό μπορεί να ξεγυμνώσει την ύπαρξη. Ο Ντοστογιέφσκι, χωρίς να είναι παράλογος συγγραφέας – για το λόγο ότι προσπαθεί να δώσει λύση στο νόημα της ύπαρξης – ασχολείται σε βάθος με το παράλογο της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε όλα του τα έργα. Ο Κιρίλωφ, ο Ιβάν Καραμάζωφ, ο Μίσκιν, ο Ρασκόλνικωφ, ο Φομά Φόμιτς – με δυο λόγια όλοι οι ντοστογιεφσκικοί χαρακτήρες – δεν είναι παρά οι εκφραστές του οδυνηρού παραλόγου της ύπαρξης και καταρρακώνονται, όπως οφείλουν, από το αφόρητο βάρος του.
Κάπως έτσι φτάνουμε στο Σίσυφο που υποφέρει από το ανεβοκατέβασμα του βράχου αιωνίως. Ο Καμύ στο «Μύθο του Σίσυφου» γράφει: «Εάν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωάς του έχει συνείδηση…….Ο σύγχρονος εργάτης όλες τις μέρες της ζωής του κάνει την ίδια δουλειά κι αυτή η μοίρα δεν είναι λιγότερο παράλογη. Αλλά δεν είναι τραγικός παρά στις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση». Όμως, εάν η έλλειψη συνείδησης απαλλάσσει από την τραγικότητα, η συνείδηση είναι η δύναμη που οδηγεί στην απόλυτη ελευθερία, δηλαδή στο ανίκητο. Η τραγικότητα της συνείδησης δεν είναι παρά η οδύνη που προϋποθέτει κάθε ελευθερία. Κι ο Σίσυφος είναι ακριβώς αυτό. Είναι η περηφάνια που κουρελιάζει όλα τα μαρτύρια. Είναι η δύναμη της ύπαρξης που φτάνει στην αθανασία. Είναι ο παράλογος άνθρωπος.
Ο Καμύ τον παρακολουθεί τη στιγμή που ο βράχος έχει κυλίσει ξανά στην εκκίνηση κι επιστρέφει για να τον ξανασηκώσει. «Όσο διαρκεί αυτή η επιστροφή, αυτή η παύση, ο Σίσυφος μ’ ενδιαφέρει. Ένα πρόσωπο που βασανίζεται τόσο κοντά στις πέτρες είναι ήδη πέτρα. Βλέπω αυτό τον άνθρωπο να ξαναπηγαίνει, βαδίζοντας βαριά μα σταθερά, προς το ατέλειωτο μαρτύριο. Αυτή η ώρα που είναι σα μια αναπνοή και ξανάρχεται το ίδιο σίγουρα με τη δυστυχία του, αυτή η ώρα, είναι η ώρα της συνείδησης. Σε κάθε μια απ’ τις στιγμές της, από τότε που αφήνει την κορυφή και κατευθύνεται σιγά – σιγά προς τις τρώγλες των θεών, είναι υπέροχος μέσα στη μοίρα του. Είναι πιο δυνατός από το βράχο του».
____________