ΙΔΕΕΣ - ΠΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ
φιλοσοφία, βιβλίο
γράφει ο
Θανάσης Γιαλκέτσης *
Θανάσης Γιαλκέτσης *
Να ξαναδιαβάσουμε τον Αλμπέρ Καμί (1913-1960) μας καλεί ο Ισπανός φιλόσοφος Φερνάντο Σαβατέρ με το ακόλουθο κείμενό του. Μια καλή αφορμή μάς προσφέρει άλλωστε η πρόσφατη έκδοση ή επανέκδοση ορισμένων από τα έργα του.
Eπιχειρούμε να τον ξαναδιαβάσουμε με δυσπιστία, σχεδόν με φόβο. Τον έχουμε αγαπήσει τόσο πολύ! Τρέμουμε στην ιδέα ότι θα τον βρούμε τώρα ξεπερασμένο, αδύναμο, ανεπαρκή, ρητορικό ή πομπώδη. Ωστόσο, έχουμε μια ορισμένη εγγύηση, στον βαθμό που τον θυμόμαστε αρκετά καλά για να γνωρίζουμε ότι δεν υπερασπίστηκε εγκλήματα ούτε δικαιολόγησε σφαγές και ότι δεν πανηγύρισε πολιτικά ή αισθητικά (Σαντ!) για καμιά μορφή ωμότητας. Δεν υπέφερε από εκείνη τη φυσική ανανδρία που συνήθως ωθεί τους διανοούμενους να εγκωμιάζουν τη βία, ούτε και από αυτό που ο Τσέστερτον όρισε ορθά ως «το λιγότερο ανδροπρεπές από τα ελαττώματα», την έλξη για την απανθρωπιά. Επιστρέφουμε στις σελίδες του και οι φόβοι μας διαλύονται: ορισμένες διαφωνίες, κάποιοι παλιοί γλωσσικοί φετιχισμοί, αλλά κατά τα λοιπά ο Καμί είναι άψογος.
Μας ανήκει περισσότερο από όσο άλλοτε: πιο δίκαιος, πιο έγκυρος, πιο δυνατός και διαυγής από κάθε άλλη φορά. Σχεδόν προφητικός, αν και ο ίδιος θα γελούσε με αυτόν τον επιθετικό προσδιορισμό που τον έχουν δυσφημήσει τόσοι ψεύτικοι μάντεις. Σε ποιον θα μπορούσαμε να προσφύγουμε στους καιρούς μας των υπερβολικών κατακλυσμών, με τους τόσους λογιότατους που τραγουδούν το δακρύβρεχτο ταγκό της «κρίσης των αξιών», με όλους τους εθνικισμούς να λειτουργούν στο ζενίθ και με μια αναζωπύρωση του θρησκευτικού φανατισμού παρόμοια με τη λάμψη από τις πυρές της Ιεράς Εξέτασης, καθώς είμαστε περικυκλωμένοι από την αυξανόμενη διάδοση της εξαθλίωσης, από την πείνα και την ανελέητη θυσία των παιδιών;
Μήπως θα πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τον Καμί; Οχι όμως για να βρούμε απόλυτες διατυπώσεις που φαίνεται να λύνουν όλα τα προβλήματα. Σε τελική ανάλυση, ο Καμί ήταν εκείνος που έγραψε: «Θα μπορούσε να δημιουργηθεί το κόμμα εκείνων που δεν είναι βέβαιοι ότι έχουν δίκιο; Θα ήταν το δικό μου κόμμα». Να τον ξαναδιαβάσουμε κυρίως για να διασώσουμε το σφρίγος ενός ορισμένου διανοητικού θάρρους, μιας ευφυούς ιδιοσυγκρασίας. Αρχίζοντας από τη διάγνωσή του για τον εικοστό αιώνα: «Ο 17ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας των μαθηματικών, ο 18ος υπήρξε εκείνος των φυσικών επιστημών και ο 19ος εκείνος της βιολογίας. Ο δικός μας, ο εικοστός αιώνας, είναι ο αιώνας του φόβου. Θα μπορούσε να μου αντιτείνει κανείς ότι ο φόβος δεν είναι επιστήμη. Ωστόσο, (…) μολονότι δεν μπορεί να θεωρηθεί μια καθαυτό επιστήμη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι σε κάθε περίπτωση μια τεχνική». Η σαφής απόρριψη του φόβου ως πολιτικής τεχνικής τον οδήγησε να παλέψει από την πρώτη κιόλας μέρα εναντίον του ναζισμού και να εξηγήσει τους όρους της αντίθεσής του, χωρίς μίσος ούτε έπαρση, στα «Γράμματα σ’ ένα φίλο Γερμανό». Σε αυτά χρησιμοποιεί μια διατύπωση που δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη:«Αγαπώ υπερβολικά τη χώρα μου για να ’μαι εθνικιστής».
Για τον ίδιο λόγο δεν δυσκολεύτηκε να εκφράσει, από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, εκείνη την απόρριψη του σοβιετικού συστήματος (τόσο της θεωρητικής του βάσης όσο και των αποτελεσμάτων του), που μόνον εδώ και λίγο καιρό, και με τόσες επιφυλάξεις, και άλλοι θα συμμεριστούν. Με το ίδιο θάρρος αντιτάχθηκε στη βαθμιαία «συνθηκολόγηση» των δυτικών δημοκρατιών με το καθεστώς του Φράνκο, την οποία αυτός αποκαλούσε πάντα με το όνομά της: συνενοχή. Δεν έκανε λάθος ούτε όταν κατήγγειλε τη θανατική ποινή και την τρομοκρατία, τα συμμετρικά άκρα της θυσίας του ατόμου στον βωμό του κρατικού συμφέροντος (του κράτους που καλούμαστε να υπερασπίσουμε, να καταστρέψουμε ή να οικοδομήσουμε, ενός κράτους που ζητάει πάντοτε δήμιους).
Η ανθρώπινη μοίρα μπορεί να του φαινόταν παράλογη, αλλά ποτέ δεν τη θεώρησε ευτελή και αξιοκαταφρόνητη. Το κακό που προξενούμε ο ένας στον άλλον είναι ένα σκάνδαλο που μπορεί να διορθωθεί, αλλά το μεταφυσικό σκάνδαλο του πόνου και του θανάτου είναι ανεπανόρθωτο. Σήμερα ο Καμί καταλήγει να είναι ιδιαίτερα προφητικός και με την καλή έννοια του όρου, όχι όπως ο Σαρτρ, τα πολιτικά επιχειρήματα του οποίου, ακόμη και όταν είχε απόλυτο δίκιο, προμήνυαν μελλοντικές αδικίες. Από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, ο Καμί υποστήριζε ότι το πεπρωμένο των πολιτών όλων των εθνών δεν θα άλλαζε ποτέ αν προηγουμένως δεν δημιουργούνταν μια παγκόσμια οργάνωση ικανή να εξασφαλίσει την ειρήνη και να αντιμετωπίσει συντονισμένα τα παγκόσμια προβλήματα: «Δεν θα υπάρξει αποτελεσματική επανάσταση σε κανένα μέρος του κόσμου όσο δεν θα έχει γίνει αυτή η επανάσταση». Είχε επίσης διαγνώσει με διαύγεια τον επείγοντα τρόπο με τον οποίο τίθεται το πρόβλημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων: δεν πρόκειται για επουσιώδεις συμβατικότητες που μπορούν να εφαρμόζονται όταν στο σύνολό της η κοινωνία είναι άδικη, αλλά είναι επείγοντα και αναπαλλοτρίωτα ακριβώς επειδή η κοινωνία είναι άδικη. Στην πολιτική -αυτό είναι θεμελιώδες μάθημα- μόνον τα μέσα μπορούν να δικαιολογήσουν τον σκοπό και ποτέ ο σκοπός δεν μπορεί να αγιάσει τα μέσα. Αυτή η πεποίθηση ενέπνευσε και τη στάση του στη διάρκεια της αλγερινής σύγκρουσης, μια στάση που τότε είχε τόσο συκοφαντηθεί από την κακόπιστη απλοϊκότητα των αντιτιθέμενων εξτρεμισμών, αλλά που σήμερα, στο ιστορικό φως όσων μπορούν να κρυφτούν κάτω από τον μανδύα του «αυτοπροσδιορισμού» και μπροστά στα όσα έγιναν πιο πρόσφατα στην Αλγερία, οφείλουμε να την ερμηνεύσουμε με νέες αποχρώσεις.
Ιδίως το αφήγημά του «Η πανούκλα» (δεν ήθελε να το αποκαλούν «μυθιστόρημα») έγινε η πιο ζωντανή μεταφορά του τέλους ενός αιώνα, ένα τολμηρό μήνυμα, χωρίς όμως ουτοπιστικούς αυνανισμούς, για την εποχή του AIDS, του μισαλλόδοξου ανορθολογισμού και της απελπισμένης αβουλίας. Είναι η παραβολή της αλληλεγγύης ως ατομικής απόφασης, ταπεινής ώς τον πεσιμισμό, αλλά σταθερής. Ο άνθρωπος οφείλει να παλεύει στην ιστορία, αλλά έχει το δικαίωμα να διατηρεί μέσα στη ζωή του εκείνο το τμήμα της χαράς που δεν ανήκει στην ιστορία. Και παρ’ όλα αυτά, στην ανθρωπότητα υπάρχουν περισσότερα πράγματα άξια θαυμασμού από όσα είναι άξια περιφρόνησης. Αυτό το σπουδαίο βιβλίο αφήνει εξίσου ανικανοποίητους τους καθαρούς εστέτ και τους αδιάλλακτους ηθικολόγους, εκείνους που αποβλέπουν στην ύψιστη τελειότητα χωρίς συμβιβασμούς και εκείνους που λαχταρούν περισσότερο να εκτελούν ποινές παρά να αποδίδουν δικαιοσύνη. Συμπτωματικά, απογοητεύει και όσους διεκδικούν την απόλυτη ουτοπία, αλλά είναι το πιο απλό μανιφέστο «εκείνων στους οποίους αρκούν ο άνθρωπος και η φτωχή και τρομερή αγάπη του». Εκείνοι που ασχολούνται σχολαστικά με την τελευταία υποσημείωση και οι θεράποντες της ακαδημαϊκής αργκό αποκλείουν τον Καμί από το αυστηρό βασίλειο της φιλοσοφίας, εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι ένας απλός «δημοσιογράφος».
Δεν ξέρω αν η φιλοσοφία βρίσκεται σε αντιδικία με το δημοσιογραφικό επάγγελμα, σίγουρα όμως δεν είναι πολλοί οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που έχουν και τη δημοσιογραφική ιδιότητα. Στην πραγματικότητα, ο Καμί ήταν ένας μεγάλος δημοσιογράφος, μια από τις μορφές που συνέβαλαν περισσότερο στην αναβάθμιση αυτού του επαγγέλματος που έχει τόσο διαβρωθεί από φιλολογική και ηθική άποψη.